- βιαιοκλώψ
- βῐαιο-κλώψ, ῶπος, ὁ, ([etym.] κλέπτω)A stealing forcibly, Lyc.548.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βιαιοκλώψ — ( ῶπος), ο (Α) αυτός που κλέβει μεταχειριζόμενος βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίαιος + κλωψ «κλέφτης»] … Dictionary of Greek